- συμπληρώσεως
- συμπληρώσεω̆ς , συμπλήρωσιςcompletionfem gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δεκαετηρίδα — και δεκαετηρίς, η (AM δεκαετηρίς) [δεκαέτηρος] 1. δεκαετία, περίοδος δέκα ετών 2. επέτειος συμπληρώσεως δέκα ετών κάποιου αξιόλογου γεγονότος αρχ. γιορτή που τελείται ανά δεκαετία … Dictionary of Greek
συμπλήρωση — η / συμπλήρωσις, ώσεως ΝΜΑ [συμπληρῶ, ώνω] η ολοκλήρωση, η περάτωση (α. «η συμπλήρωση τού έργου του» β. «η συμπλήρωση τών νέων οικονομικών μέτρων» γ. «ὁ Πατήρ... οὐδὲν εἰς συμπλήρωσιν τῆς ἑαυτοῡ θεότητος παρὰ τοῡ υἱοῡ λαμβάνων», Ευσ. δ. «τὴν… … Dictionary of Greek
τεντυμποϊσμός — και τεντιμποϊσμός ο, Ν 1. η ιδιότητα τού τεντυμπόη, περιθωριακή, ασυμβατική, παραβατική και βίαιη συμπεριφορά νεαρών αμφισβητιών τής δεκαετίας τού 1950 2. φρ. «νόμος περί τεντυμποϊσμού» (νομ.) ο νόμος 4.000/1959 «περί καταστολής τινών αξιοποίνων… … Dictionary of Greek